Περιγραφή
Θέμα του βιβλίου είναι η διαδικασία και η τεχνική της χρηματοοικονομικής ανάλυσης οργανισμών με βάση τα στοιχεία που παράγει και διαθέτει το ισχύον λογιστικό σύστημα αναφορικά με την εκμετάλλευση των σ’ αυτούς επενδεδυμένων οικονομικών πόρων και η οποία ανάλυση έχει στόχο τον εντοπισμό δυστιμημένων επενδυτικών ευκαιριών στην ευρύτερη οικονομία. Βεβαίως οι λογιστικές καταστάσεις συμβάλλουν και σε άλλους δευτερεύοντες στόχους-αποφάσεις όπως η διανομή κερδών, επιβολή φόρων και άλλων επιμερισμών αν και αυτοί πλην των φόρων, ίσως, μπορούν να θεωρηθούν επενδυτικές ή αποεπενδυτικές αποφάσεις και να υπαχθούν στη βασική χρηματοοικονομική ανάλυση της αναζήτησης δυστιμημένων επενδυτικών ευκαιριών ή της ορθολογιστικής κατανομής των επενδυτικών πόρων μιας κοινωνίας κατά μια άλλη άποψη του ίδιου στόχου.
Παρόλο που υπάρχουν και τόσες άλλες πηγές, των οποίων οι πληροφορίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη διαδικασία της λήψης οικονομικών αποφάσεων, οι λογιστικές καταστάσεις συνεχίζουν να αποτελούν την κύρια και πλέον συστηματική πηγή οικονομικών πληροφοριών.
Επενδυτικές και αποεπενδυτικές αποφάσεις (ως τέτοιες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τελικά όλες οι αποφάσεις μέσω των οποίων εκδηλώνεται ο οικονομικός προβληματισμός του ανθρώπου) απαιτούν εξονυχιστική ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις τα στοιχεία αυτό δεν προσφέρονται για την απευθείας χρησιμοποίηση τους σε κάποιο από τα βασικά στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Απλουστευτικά, η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελείται από το στάδιο προμήθειας πληροφοριών, το στάδιο πρόβλεψης της κατάληξης διάφορων πιθανών επιλογών και το στάδιο της τελικής απόφασης-επιλογής.
Δεδομένου ότι το ανθρώπινο μοντέλο λήψης αποφάσεων δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο, για λόγους για τους οποίους η πολυμορφία και το αστάθμιστο του ανθρώπινου παράγοντα παίζουν σημαντικό ρόλο, θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε την ιδέα της παρεμβολής ενός ακόμα σταδίου σ’ αυτήν τη διαδικασία, πριν από αυτό της πρόβλεψης, του σταδίου δηλαδή της ανάλυσης των διαθέσιμων πληροφοριών.
Βέβαια, ο άνθρωπος εν όψει επενδυτικών ή αποεπενδυτικών διλημμάτων θα καταφύγει σε κάθε πηγή πληροφοριών και στοιχείων που νομίζει ότι θα του είναι χρήσιμη πέρα από τις λογιστικές καταστάσεις. Ακόμη, θα διέλθει και μεθόδους πρόβλεψης των σχετικών μεγεθών όπου αποφασιστικό ρόλο θα παίξει, εκτός από τα αριθμητικά δεδομένα, ο προσωπικός παράγοντας και αυτή η ίδια η διαίσθηση του. Σε κάθε περίπτωση, εννοείται, για την δικαιολόγηση και αυτού του βιβλίου, ότι οι λογιστικές καταστάσεις συνεχίζουν να προσφέρουν χρήσιμο στις προβλέψεις input έστω και ως βάση για την επιβεβαίωση και διασταύρωση εκτιμήσεων βασισμένων σε πληροφορίες από άλλες πηγές (η ελαχιστοποιημένη αυτή χρησιμότητα σαν απάντηση στην κριτική που υφίστανται οι λογιστικές καταστάσεις, κυρίως για προβλεπτική ανεπάρκεια).
Επιχειρήθηκε, με κάθε επιφύλαξη, η εισαγωγή κάποιων θεμάτων στη χρηματοοικονομική ανάλυση από τη σύγχρονη βιβλιογραφία, όπως τα κεφάλαια που αναφέρονται στην πρόβλεψη χρηματοοικονομικών μεγεθών και τη σχέση χρηματιστηριακών και λογιστικών στοιχείων και στην αποτίμηση αξιόγραφων με την ελπίδα ότι θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον των μαθητών για την πληρέστερη κάλυψη τους από ειδικότερες πηγές. Από την άλλη μεριά, η σφαιρική και ίσως εκτεταμένη προσέγγιση του όλου θέματος που υιοθετείται σ’ αυτό το βιβλίο αποβλέπει στη χρήση του και από τους εντός των επιχειρήσεων, αφού π.χ. συμφωνίες των οποίων οι όροι συνδέονται με μεγέθη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, η μελέτη επέκτασης τους σε άλλους κλάδους καθώς και η οικονομική και επιχειρησιακή σύγκριση της μονάδας τους με άλλες μονάδες στηρίζονται στη μελέτη και ανάλυση χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Όσον αφορά ειδικότερα τη σχολική χρήση του βιβλίου, αυτή μπορεί κατά την κρίση του διδάσκοντα να περιλάβει τα κεφάλαια εκείνα τα οποία θεωρούνται απαραίτητα κατ’ αρχήν για την εισαγωγή στο θέμα της χρηματοοικονομικής ανάλυσης και στη συνέχεια για τη δημιουργία, με επιλογή από τα υπόλοιπα, ενός τέτοιου προγράμματος που να συμφωνεί με τη διδακτέα ύλη, αλλά και τις προϋπάρχουσες γνώσεις των διδασκομένων. Αν, για παράδειγμα, το θέμα διδάσκεται σαν ανάλυση ισολογισμών με αριθμοδείκτες μόνο και ο χρόνος είναι περιορισμένος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο τα κεφάλαια 1 έως 5 με τα οποία μπορεί να γίνει μια γρήγορη και σε πρώτο επίπεδο χρηματοοικονομική ανάλυση της μονάδας παραλείποντας όλα ή τα περισσότερα από τα επόμενα κεφάλαια που περιέχουν επιμέρους και σε βάθος αναλύσεις.
Οι ερωτήσεις και τα προβλήματα στο τέλος κάθε κεφαλαίου στοχεύουν στην ανάθεση κατ’ οίκον εργασιών και στην ανάπτυξη ομαδικών συζητήσεων στην τάξη καθώς και στη διευκόλυνση της διεξαγωγής ενδιάμεσων εξετάσεων από το διδάσκοντα με διαφορετικά θέματα αλλά ανάλογα τέτοιων στα οποία δόθηκε η ευκαιρία στους εξεταζόμενους να εξασκηθούν.